- ἀγαθοεργασία
- ἀγαθο-εργασία, ἡ,A = ἀγαθοεργία, Procop.Aed.1.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγαθοεργασία — ἀγαθοεργασία, η (Μ) η αγαθοεργία* … Dictionary of Greek